ἀρχιευνοῦχος

ἀρχιευνοῦχος
ἀρχι-ευνοῦχος, ,
A chief of the eunuchs, ib.Da.1.3, Hld.8.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιευνοῦχος — chief of the eunuchs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιευνούχος — ο (Μ ἀρχιευνοῡχος) ο επικεφαλής τών ευνούχων …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιευνοῦχον — ἀρχιευνοῦχος chief of the eunuchs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιευνούχου — ἀρχιευνοῦχος chief of the eunuchs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιευνούχῳ — ἀρχιευνοῦχος chief of the eunuchs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRAEPOSITI — dicuntur sub rubr. Cod. de suscept. et praepos. qui horreis pagisque praefecti sunt, l. 2. Cod. eod. tit. horreis scil. in quae species fisco debitae importantur, pagus autem, unde exportantur, Prateius ex Cuiacio ad d. rubr. apud Ioh. Calvin.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • κιζλάρ-αγάς — και κισλαραγάς, ο (στην παλαιά Τουρκία) ο αρχιευνούχος τών σουλτανικών ανακτόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • πραιπόσιτος — και πραιπόζιτος και πρεπόσιτος, ο, ΝΜΑ (στους Βυζαντινούς) αξιωματούχος, αρχιευνούχος τού βασιλικού ανακτόρου, εκλεγμένος από τους ευνούχους, ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στις υποθέσεις τού κράτους αρχ. αρχηγός στρατού ή έπαρχος («πραιπόσιτος… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος — (11ος αι.).Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και καταγόταν από την Παφλαγονία. Υπηρέτησε στη βυζαντινή Αυλή ως ευνοούμενος του Ρωμανού Γ’ (1028 34) και διετέλεσε διαδοχικά προιπόσιτος (αρχιευνούχος του παλατιού) και… …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐՔԻՆԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0422 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. ἁρχιευνούχος princeps eunuchorum. Գլուխ ներքինեաց. պետ կանանոցի պալատան. եւ Իշխան ներքին իրաց արքունեաց. մարդապետ. ... *Ասէ թագաւորն ցասփանէզ ներքինապետ իւր: Եդ նոցա ներքինապետն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”